Το Μαρόκο μας δείχνει τις διαδρομές του, μας ανοίγει τις αγκάλες του και μας καλωσορίζει στη γη του. Στην ορεινή κατοικία του Άτλαντα, εκεί ψηλά στον ορεινό του όγκο συντελούνται ανεπανάληπτες στιγμές και μια ανάβαση στο Toubkal στα 4.167 μ. γίνεται πλέον αυτοσκοπός.
Χωριά βερβερίνικα σε μεταφέρουν σε χρόνια αλλοτινά….εποχές άλλες, τότε που ο άνθρωπος ζούσε κοντά στην ανόθευτη φύση και γινόταν κομμάτι της.
Στο Μαρόκο γεύεσαι χρώμα έντονο, με εικόνες πρωτόγνωρες, σε κάθε στενό, σε κάθε σοκάκι, που θα στρίψεις. Κάθε ανάβαση στον Άτλαντα είναι μια περιπέτεια, μπαίνοντας κανείς στην καρδία του βουνού αφουγκράζεται την ψυχή της καφεκόκκινης πέτρας και των βράχων που σαν χτένια στολίζουν τις ορθοπλαγιές του.
Ο Άτλαντας είναι ο πιο βορεινός των βουνών της Αφρικής.Εκτείνεται σαν μια σπασμένη αλυσίδα για πάνω από 1000 μίλια σε ολόκληρο το Μαρόκο,την Αλγερία και την Τυνησία.Ο υψηλός Άτλαντας είναι ο τόπος των ψηλότερων κορυφών στη βόρεια Αφρική,είναι το δυτικό μέρος της οροσειράς και περιλαμβάνει μια δωδεκάδα κορφών πάνω από 4.000 μέτρα με ψηλότερη το Toubkal στα 4.167 μ..Διαμορφώνεται έτσι ένα συγκρότημα οδοντωτών κορυφογραμμών και βαθιών στενών κοιλάδων που διασχίζουν για 250 μίλια το Μαρόκο.Υπάρχει επίσης ο μέσος και ο χαμηλός Άτλαντας που ολοκληρώνουν προς τα βόρεια την οροσειρά.Τα βουνά του Άτλαντα χωρίζουν το βόρειο υγρό μεσογειακό κλίμα από τον ξηρό νότο και την έρημο Σαχάρα.Από την αρχαία πόλη του Μαρακές φαίνονται πέρα στον ορίζοντα, δημιουργώντας ένα σκηνικό εμπνευσμένης ομορφιάς.Παρά την έλλειψη των δρόμων τα περισσότερα από τα σημαντικότερα βουνά είναι ευπρόσιτα και τα επισκέπτονται ορειβάτες από όλο τον κόσμο.Η προσέγγιση στα βουνά είναι σχετικά σύντομη. Υπάρχουν καλά μονοπάτια, καταφύγια, αφθονία οδηγών βουνού καθώς και μουλάρια για τη μεταφορά σκηνών και διαφόρων υλικών.Ο υψηλός Άτλαντας έχει κατοικηθεί για χιλιάδες χρόνια από τους ποιμενικούς ανθρώπους γνωστούς από τους δυτικούς, ως Berbers.Ζουν σε μικρά χωριά συνήθως τοποθετημένα επάνω στις απότομες βουνοπλαγιές.
Τα καλοκαίρια στα βουνά του Άτλαντα είναι καυτά και σκληρά,ενώ τα χειμερινά χιόνια είναι πολύ βαριά.Οι ψηλές κορφές διατηρούν τα καλύμματα χιονιού τους για ένα μεγάλο μέρος του έτους,αλλά δεν υπάρχει κανένας παγετώνας.Οι δύο καλύτερες εποχές για ορειβασία είναι Απρίλιος/Μάϊος, όταν το χιόνι είναι ακόμα παρόν αλλά οι θερμοκρασίες είναι άνετες και το πρώϊμο φθινόπωρο,όταν τα βουνά είναι ξηρά και ο καιρός δροσερός πριν από την επιστροφή των χειμερινών θυελλών….
Η αραβική, απλή πολυτέλεια του μικρού Ριάντ που κοιμόμαστε το βράδυ,δε μας κρατούσε άλλο, θέλαμε ν’ αφήσουμε την πολυκοσμία του Μαρακές και να ενωθούμε με την απεραντοσύνη και την ησυχία του βουνού.
Πήραμε πρωϊνό και αμέσως μετά πήγαμε έξω απ’ την πόλη, όπου ξεκινούν ταξί και μικρά λεωφορεία για το Ιmlil, το ορεινό χωριό που αποτελεί την βάση για τις αναβάσεις στον Άτλαντα. Ξεκινήσαμε απ’ το Μαρρακές ένα πρωινό του Αυγούστου. …μια ανηφορική διαδρομή 68 χιλ. προς τους πρόποδες του Άτλαντα..Η πόλη του Μαρακές είναι πολύ παλιά, εδώ μαζευόταν απ΄τα αρχαία χρόνια τα καραβάνια που διέσχιζαν την τεράστια θάλασσα άμμου της μεγαλύτερης ερήμου του πλανήτη,της φοβερής μα συνάμα γεμάτης ομορφιές ξεχωριστές, Σαχάρα !!
Η διαδρομή στην αρχή επίπεδη, μα σιγά σιγά ξεκινούσαν οι ανηφορικές στροφές. Ο δρόμος πήγαινε δίπλα σε φαράγγι με νερά που κατέβαιναν απ΄τις κορφές του μεγάλου βουνού..Μέσα στο ταξί που μας μετέφερε, έπαιζε δυνατή Αραβική μουσική, που με τον τρελό ρυθμό της μας έκανε να επιζητάμε γρήγορα να χαθούμε στα μονοπάτια του βουνού.Τα μυστικά του γρήγορα θα αποκαλυπτόταν μπροστά στα μάτια μας..Η οροσειρά του Άτλαντα χωρίζει τον ωκεανό από την σκληρή και άνυδρη, ενδοχώρα του Μαρόκου και την έρημο Σαχάρα….
Στα μέσα περίπου της διαδρομής κάναμε μια στάση στο Ρχατ Μουλά Ιμπραχήμ, ένα μαροκινό ορεινό θέρετρο δίπλα στο ποτάμι που κατεβαίνει απ’ τις κορφές. Καμήλες, πραματευτάδες, κόσμος που πήγαινε και ερχόταν, σταματούσε για ένα τσάι με μέντα που είναι σήμα κατατεθέν του Μαρόκου. Ευκαιρία λοιπόν για λίγο ξεμούδιασμα και το βλέμμα να πηγαίνει προς τα πάνω, προσπαθώντας να ανακαλύψει τον άγνωστο κόσμο του Άτλαντα που σε λίγο θα μπαίναμε μέσα του. Περάσαμε από την κωμόπολη του Azni και μετά από 1.40 λεπτά περίπου φθάσαμε στο κεφαλοχώρι των ορεινών Βερβερίνων του Άτλαντα, το Imlil. Είναι ένα ορεινό χωριό στα 1.750 μ.και αποτελεί την αφετηρία όλων των κλασικών αναβάσεων για τον Άτλαντα..Ξεκινάει από εκεί καλογραμμένο καλντερίμι που συνεχίζει δίπλα στο ορμητικό ποτάμι, με τα μουλάρια να κάνουν συνεχείς μεταφορές προς τα ενδότερα του βουνού!!Το μονοπάτι μπαίνει σε δάσος με καστανιές που κατα συστάδες υψώνονται στις όχθες του ποταμού..έτσι καταλήγει η διαδρομή μέχρι και το Armed.
Στην άκρη του χωριού Imlil, συναντήσαμε τυχαία το Χασάν που προσπαθούσε με σπασμένα ισπανικά να συνεννοηθεί μαζί μας. Όλα όμως εκεί πάνω συναινούσαν στο να φθάσουμε ψηλά, να γευτούμε τον αέρα της μεγάλης κορυφής του Άτλαντα, του Toubkal!!Θέλαμε να μείνουμε κάπου ήσυχα και έτσι προτιμήσαμε το βερβερίνικο χωριουδάκι, το Armed, σαράντα πέντε λεπτά περίπου από το Imlil. Φορτώσαμε τα πράγματα στο μουλάρι του Χασάν και ξεκινήσαμε αμέσως την ανάβαση. Είχε μόλις τελειώσει μια διαδρομή με Γάλλους τουρίστες στην ευρύτερη περιοχή, παρόλα αυτά ακούραστος και γελαστός μας οδήγησε μέχρι το χωριό. Τα σπίτια του χωριού γίνονται ένα με τους καφεκόκκινους βράχους του Άτλαντα.Στα αριστερά η είσοδος του φαραγγιού μοιάζει με πύλη που οδηγεί στα ενδότερα μονοπάτια του βουνού. Μας πήγε σ’έναν απλό ξενώνα, με βερβερίνικο χρώμα και καταπληκτική βεράντα με θέα στο φαράγγι. Κανονίσαμε με εκατό ντίρχαμ* το άτομο, ύπνο, φαγητό με κους-κους και πρωϊνό. Ο ιδιοκτήτης του, πρώην οδηγός βουνού, ο Μωχάμεντ, ήταν ένας γλυκός άνθρωπος με πολλές γνώσεις για τα μέρη εκεί πάνω. Με τον Χασάν έγινε συμφωνία να μας πάει μέχρι το καταφύγιο και να μας γυρίσει πάλι πίσω. Την επόμενη το πρωί στις 8, θα ξεκινούσαμε. Αύριο μας περίμενε μια υπέροχη μέρα με έξι ώρες περίπου ανάβαση, μέχρι το καταφύγιο Neltner. Αυτό το καταφύγιο ανήκει στην ορειβατική ομοσπονδία της Καζαμπλάνκα και χτίστηκε τη δεκαετία του ’30 από το Γάλλο περιηγητή Neltner. Βρισκόμασταν ήδη στα 1.950 μέτρα και αύριο θα φθάναμε στα 3.207 μέτρα, όπου βρίσκεται το καταφύγιο. Το απόγευμα κάναμε μια μικρή περιήγηση στο χωριό Armed. Τα όμορφα, μικρά κηπάκια του στην άκρη του χωριού, είναι φτιαγμένα σε πεζούλες στην προσπάθεια το λιγοστό εύφορο χώμα να δώσει καρπούς. Παιδάκια έπαιζαν στους στενούς, δαιδαλώδεις δρόμους, παιχνίδια απλά, ξεχασμένα στο σύγχρονο κόσμο μας. Το υπόλοιπο απόγευμα χαζεύαμε κάτω μας την απίστευτης ομορφιάς κοιλάδα που απλωνόταν στα πόδια μας.
Ο Χασάν ήρθε στις 8, όπως είχαμε πει, και αφού πήραμε ένα δυναμωτικό μαροκινό πρωϊνό, πήραμε πορεία δίπλα στο φαράγγι. Τα τραγούδια των γυναικών που μάζευαν μέντα μάς συντρόφευαν. Το ποτάμι έτρεχε ορμητικά και το καταφύγιο μας περίμενε..Η διαδρομή δίπλα στο φαράγγι μας χάριζε μια όμορφη ανάβαση, που τόσο την ποθούσαμε. Φθάσαμε στον οικισμό Sidi Chamharouch, στα 2.300 μέτρα, με το λευκό του βράχο, το βουητό του ποταμού δεν σταματούσε καθόλου.Κοπάδια κοκκινοκαλιακούδες που φωλιάζουν ψηλά στους κοφτερούς σαν χτένια βράχους,πετούν κυκλικά πάνω απ’τα κεφάλια μας και με το κρώξιμό τους δημιουργούν αντίλαλο στα όρια του φαραγγιού. Ένας νεαρός μαροκάνος προσπαθεί να μου πουλήσει έναν χάρτη σε τιμή πολλαπλάσια της πραγματικής αξίας του..μπορεί στο τέλος χάρτη να μην αγόρασα..αλλά συνάντησα την γη του Άτλαντα σε όλο της το μεγαλείο.. Στη συνέχεια η ανάβαση σκληρή μέχρι το καταφύγιο Neltner στα 3.207 μ.Εκεί θα γινόταν και η διανυκτέρευση. Γύρω στις 1 το μεσημέρι άρχισε να φαίνεται το καταφύγιο, ήμασταν εκεί, μετά από 20 λεπτά περίπου, έμοιαζε με πολυσύχναστο μοναστήρι.Πλήθος ανθρώπων από όλο τον κόσμο συνέρεε εκεί και μαροκινοί οδηγοί ανέβαζαν συνέχεια κόσμο. Με το Χασάν κανονίσαμε να ερχόταν την επομένη το μεσημέρι και να μας περίμενε για την κατάβαση. Βολευτήκαμε σχετικά γρήγορα και ρίξαμε έναν υπνάκο μέχρι το απόγευμα. Ξυπνήσαμε ευχάριστα και κάναμε μια μικρή ανάβαση για εγκλιματισμό στο υψόμετρο μέχρι τα 3.600 μ.περίπου. Πήραμε το μονοπάτι που συνεχιζόταν μέσα στο φαράγγι, τα σύννεφα ανέβαιναν γρήγορα προς τα πάνω και κάναν το σκηνικό εξώκοσμο. Ακουγόταν ο αντίλαλος από τα κοπάδια που έβοσκαν εκεί, τόσο ψηλά για τον άνθρωπο. Οι κορφές από πάνω μας μοιάζαν μετέωρες. Το βράδυ φάγαμε μαζί με τον Bret, έναν Έγγλεζο από το Manchester. Θα ήταν η πρώτη ανάβασή του σε μεγάλο υψόμετρο και συνεχώς μας έκανε ερωτήσεις. Το βράδυ τα αστέρια έλαμπαν στο στερέωμα και η θερμοκρασία έπεσε δραματικά,διαφορά περίπου 20 βαθμών κελσίου μεταξύ ημέρας και νύχτας!!Τη νύχτα νιώσαμε λίγη ανησυχία, καθώς η αϋπνία μας χτύπησε όλους, μάλλον λόγω υψομέτρου μα και αναμονής της αυριανής τελικής προσπάθειας. Αύριο η αφύπνισή μας είναι για τις 4.30 το πρωί. Θα ξεκινούσαμε οι τρεις μας μια μικρή ορειβατική ομάδα,αποτελούμενη απ’τους Ηλία Τσίκα, Στέλιο Τσίκα και Θεοδώρα Μπασάκου,για την ψηλότερη κορυφή της Βόρειας Αφρικής.Αύριο μέρα κορυφής λοιπόν!!
Ξυπνήσαμε στις 4.30 γεμάτοι όρεξη για πάνω,είμασταν οι μόνοι που δεν είχαμε μαροκινό οδηγό βουνού,θα κάναμε την ανάβαση μόνοι μας.
Φύγαμε ακριβώς στις 5, το ζευγάρι των Ισπανών με τον οδηγό τους, είχαν φύγει πρώτοι. Η μεγάλη κόντρα για την κορφή ξεκινούσε σχεδόν αμέσως, από το καταφύγιο αριστερά. Η διαδρομή ξεκινούσε με αριστερή τραβέρσα στους κοφτερούς βράχους μιας μεγάλης σάρας του βουνού και αρκετή κόντρα μέχρι το διάσελο.Πρώτα περάσαμε ένα ποταμάκι με χαρακτηριστικό καταρράκτη και μετά αμέσως άρχιζε η μεγάλη σάρα που θα έπρεπε να προσπεράσουμε. Ο ήλιος δεν είχε ακόμα ανατείλει και μεις συνεχώς ανεβαίναμε ακάθεκτοι. Πρώτα στα 3.600 μέτρα και μετά μέχρι το διάσελο στα 3.950 μέτρα περίπου. Το υψόμετρο έκανε βαριά την ανάσα μας και το στομάχι μας, μα η ψυχή μας οδηγούσε ψηλά, στις μεγάλες κορφές. Μια τελευταία στάση στα 3.950 μέτρα με θέα πλέον πάνω από τα σύννεφα. Η χαράδρα από κάτω μας είχε απόλυτα χαθεί απ’ τα μάτια μας. Βλέπαμε τον ήλιο να ρίχνει τις ακτίδες του και να κοκκινίζει τους γρανιτένιους βράχους, σα να θέλει να τους ζεστάνει και να τους κάνει πιο φιλικούς. Η ανάβαση βήμα με βήμα μας ωθεί ψηλά, φαίνεται ήδη το χαρακτηριστικό σημάδι της κορυφής του Toubkal, ένας κώνος που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο της χώρας του Μαρόκου.
Στα τελευταία μέτρα πριν την κορυφή, η θέα της ανατολικής κάθετης σχεδόν πλευράς του βουνού κόβει πραγματικά την ανάσα,ενώ το μονοπάτι αρκετά ομαλό οδηγεί στον τελικό στόχο στα 4.167 μ. Φθάνουμε στην κορυφή μαζί με τη Θεοδώρα στις 8.50 στις 10/8/2004. Ο Στέλιος ήρθε μετά από ένα τέταρτο, καθώς φωτογράφιζε συνεχώς.
{Η ομάδα ευχαριστεί την εταιρία FUJI FILM HELLAS για την υποστήριξή της με την χορηγία του φωτογραφικού της υλικού (slides provia).}
Καθίσαμε χαρούμενοι στη στέγη του Μαρόκου και όλης της Βόρειας Αφρικής για μια περίπου ώρα, καθώς η θέα και το θέαμα μας κρατούσαν εκεί. Ο τελικός στόχος φέρνει μαζί του την απόλυτη ικανοποίηση και την τεράστια χαρά της επίτευξης. Η κούραση ξεχνιέται, ο κόσμος του βουνού είναι εδώ,στο Jebel Toubkal όπως λένε την κορφή οι μαροκινοί Βερβερίνοι. Ο ήλιος που έχει πλέον βγει, φωτίζει όλες τις κορφές άνω των 4.000 μέτρων της μεγάλης οροσειράς και η θέα τόσο προς την μεριά του Ατλαντικού όσο και προς την πλευρά της ερήμου είναι με μια λέξη μαγευτική!!
Βγάλαμε φωτογραφίες και φάγαμε ευτυχισμένοι βερβερίνικες πίττες.Η κάθοδος άρχισε δύσκολη, κόβοντας δρόμο από μια τεράστια σάρα, δίπλα από την απότομη, κάθετη ανατολική πλευρά του Toubkal. Η επιστροφή με έκανε να δω υπέροχες εικόνες μέσα στη χαράδρα και ψηλά, πάνω από το καταφύγιο Neltner. Μαροκινοί οδηγοί βουνού άραζαν πάνω στους κόκκινους βράχους, τραγουδώντας δικά τους παραδοσιακά τραγούδια, κάνοντας σαν χαρούμενα μικρά παιδιά. Φθάσαμε στο καταφύγιο στις 12 το μεσημέρι, ο Χασάν μας περίμενε όπως είχαμε κανονίσει, πάντα γελαστός. Φύγαμε αμέσως για κάτω, για το Imlil, για τον πολιτισμό. Συνεχίσαμε δίπλα στο ποτάμι κατάκοποι μα ευτυχισμένοι που ο στόχος έγινε πραγματικότητα. Πέντε ώρες κατάβαση και στις 18.50 τρώγαμε το τανζίν μας με λαχανικά και κρέας στην κεντρική πλατεία του χωριού. Ο Χασάν δίπλα μας, μας είπε φιλικά : – Την επόμενη φορά στο σπίτι μου!!
Το παραμυθένιο Μαρόκο περιμένει ξανά κάποιο ταξίδι μας στα χώματά του, στη γη του Άτλαντα..
0